διυλιστήρια

διυλιστήρια
διυλιστήριον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • Motor Oil Hellas — Motor Oil (Hellas) Corinth Refineries S.A. Μότορ Όιλ (Ελλάς) Διυλιστήρια Κορίνθου Α.Ε. Type Anonymi Etairia Traded as Athex …   Wikipedia

  • πετρελαιαγωγός — Σωλήνωση για τη μεταφορά αργού π. και των παραγώγων του από τους τόπους εξόρυξης και παραγωγής ή από τα λιμάνια άφιξης, στα διυλιστήρια ή στα λιμάνια φόρτωσης. Με πρωτοβουλία του Ροκφέλερ και της Standard Oil, οι πρώτοι πετρελαιαγωγοί… …   Dictionary of Greek

  • Αμπαντάν — (Αbadan).Πόλη (245.000 κάτ. το 2002) του ΝΔ Ιράν στην επαρχία Κουζεστάν. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σατ αλ Άραμπ, όχι πολύ μακριά από τις εκβολές του στον Περσικό κόλπο. Τον 19ο αι. το Α. ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι, που… …   Dictionary of Greek

  • Βερακρούς — (Veracruz). Ονομασία πολιτείας και πόλης του Μεξικού. 1. Πολιτεία (επίσημη ονομασία Veracruz Llave, 72.815 τ. χλμ., 6.901.111 κάτ. το 2000) του ανατολικού Μεξικού η οποία απλώνεται κατά μήκος των ακτών του κόλπου του Μεξικού, από ΒΔ προς ΝΑ, στο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μασσαλία — I (Marseille ή Marseilles). Πόλη (807.071 κάτ. το 1998) της νοτιοανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Μπους ντι Pov (Bouches du Rhone, 5.112 τ. χλμ., 1.835.719 κάτ.) στην Προβηγκία. Χτισμένη στις ακτές ενός μεγάλου κόλπου της Μεσογείου, στους …   Dictionary of Greek

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”